Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ.ΜΕΡΟΣ 3.ΓΡΑΦΕΙ Ο DIMITRIS DIKATSA

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ (Αφιέρωμα, μέρος 3ο)

Ο φίλος μου ο Θανάσης ήταν πολύ δουλευταράς. Ήταν ένα "παιδί του μόχθου και του λαού" που λένε, από αυτά που βλέπουμε κατά καιρούς στις Ελληνικές ταινίες, της εποχής του '60.
Από μικρός, βοήθαγε τον πατέρα του στη διανομή του ταχυδρομείου και πήγαινε με τα πόδια μεγάλες αποστάσεις μέσα από δασικά μονοπάτια στα διάφορα χωριά της Ευρυτανίας. Μετά, δούλεψε κομπρεσέρ στις διανοίξεις των δρόμων. Ως φοιτητής της οικονομικής σχολής της Θεσσαλονίκης, δούλευε σε εστιατόρια και ταβέρνες και πάντα κέρδιζε τη ζωή του, χωρίς να έχει ανάγκη από τον πατέρα του.
Ήταν επίσης και επιμελής τόσο στα παιδικά, όσο και στα μετέπειτα χρόνια της βιοπάλης.
Μια χαρακτηριστική ιστορία που μούλεγε η μάνα του, ήταν ότι, όταν ο Θανάσης ήταν μικρός, φώναζε και ξεσήκωνε το κόσμο για να πάει στο σχολείο, στο Δημοτικό του χωριού, ακόμα και όταν το χιόνι έπεφτε πυκνό και έκανε τις μετακινήσεις πολύ δύσκολες. Έτσι, αναγκαζόταν ο πατέρας του, ο αξέχαστος μπάρμπα Νίκος, να βγει έξω με το φτυάρι και να φτυαρίσει το1,5 χιλιόμετρο δρόμου που χώριζε το σπίτι που μένανε μέχρι το σχολείο, ακολουθούμενος από τη γυναίκα του, την κυρά Μαρία, που κουβάλαγε στη πλάτη της το μικρό Θανάση.
Τούτη η επιμέλεια, έκανε το Θανάση φοιτητή στη Θεσσαλονίκη, καλό επιστήμονα στη συνέχεια και άξιο δουλευτή σε όλες τις εργασίες που έκανε μετέπειτα.
Άλλη μεγάλη αρετή του φίλου μου του Θανάση, πέρα από την επιμέλεια, ήταν αναμφισβήτητα η αγάπη για τον τόπο του. Την Ευρυτανία και το χωριό του.
Ενσυνείδητος τοπικιστής, ξαναγύρισε στο χωριό του και την Ευρυτανία μετά τις σπουδές, χωρίς κανένα ενδιαφέρον να αναζητήσει αλλού εργασία, όπου παρέμεινε σθεναρά όλα τα χρόνια της ζωής του δουλεύοντας για την ανάπτυξη του τόπου του. Παρέμεινε στο χωριό του, αρνούμενος να το εγκαταλείψει ακόμα και όταν χτυπήθηκε και αυτός από την μακρόχρονη ανεργία, που τον έφερε από το 2009, απλήρωτο και άνεργο και χωρίς κανένα πόρο για να ζήσει.
Χωρίς ποτέ να παραπονεθεί που δεν είναι κάπου αλλού και να δουλεύει, τόριξε στη "μάχη της επιβίωσης" στο χωριό του, μάχη πούγεινε ακόμα δυσκολότερη μετά το θάνατο της μάνας του, της κυρά-Μαρίας, το 2012 που έπαιρνε μια μικρή σύνταξη.
Με τα έσοδά του στο μηδέν, άπορος, έκοβε  ξύλα για να ζεσταίνεται το Χειμώνα, φύτευε λαχανικά και ζαρζαβατικά για να τρώει, τα οποία συμπλήρωνε με κυνήγι και ψάρεμα.
Από "τις ένδοξες μέρες" τις αναπτυξιακής προσπάθειας της Ευρυτανίας,  στην πλήρη απαξίωση και στη φτώχεια, ο φίλος μου ο Θανάσης, παρέμεινε στον τόπο που τον γέννησε, αγόγγυστα, αλύγιστα και πάντα με το χαμόγελο, χωρίς ούτε στιγμή να μετανιώσει, για τις επιλογές του. Σήμερα, αν ζούσε, 6 μέρες μετά το Μεγάλο Ταξίδι του, θα έκλεινε τα 59 του χρόνια....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου