Τρίτη 15 Μαΐου 2018

,Οσο ομως λειτουργούν τα στερεότυπα...εχουμε πολυ δρομο ακόμη..

"Σταύραινα" την φώναζαν στο χωριό, νύφη από πρωτοξάδερφο του παππού μου. Το πραγματικό της όνομα δεν το είχα ακούσει ποτέ όσο ήμουν παιδί, εκείνα τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου με τον παππού και τη γιαγιά.
Χρόνια μετά το έμαθα. Την έλεγαν Φωτεινή. Όμορφη, με μεγάλα μάτια και κατάμαυρα μαλλιά, πλεγμένα σε χοντρές κοτσίδες τυλιγμένες με τέχνη γύρω από το κεφάλι της.
Παντρεμένη απ' τα 17 της με τον μπάρμπα Σταύρο. Λεβεντάνθρωπος, δυνατός κι ευγενικός.
Το σπίτι τους, ένα πέτρινο δίπατο αρχοντικό, χτισμένο από μαστόρους Ηπειρώτες, χωριζόταν απ' το δικό μας απ' τους κήπους μας.
Η θεια η Σταύραινα δεν απόκτησε ποτέ παιδιά.
Στην αυλή της μαζευόμασταν, όμως, όλα τα πιτσιρίκια, τα απογεύματα, κάτω απ' την πυκνή κληματαριά, ανεβαίναμε στα πεζούλια, στο ξύλινο μπαλκόνι με τη σκαλιστή σκεπή και χοροπηδάγαμε γιατί μας άρεσε ο κρότος που κάνανε τα ξύλα και γιατί θέλαμε να ξυπνάμε τον μπάρμπα Σταύρο που κοιμόταν μέχρι αργά κι έβγαινε αναμαλλιασμένος , μ' ένα μακρύ σαν λευκό παντελονάκι που μας έκανε να σκάμε στα γέλια...
Ποτέ δεν μας μάλωναν.
Η θεια, μάς έδινε πίτες γλυκές με κολοκύθι, κουλούρες ζεστές απ' τη γάστρα, ενώ είχε πάντα λουκούμια τριαντάφυλλο και σοκολατάκια, και βάζα με γλυκά, καρπούζι με γαρύφαλο, κυδώνι και καρύδι και σταφύλι απ' το κτήμα.
Και τα βράδια που τα τριζόνια τραγουδούσαν κάτω απ' τα φύλλα της μεγάλης μουριάς, μάς έλεγε παλιές ιστορίες για νεράιδες...
Η ζεστασιά και η τρυφερότητα της φωνής της ήταν ο ήχος της δικής της ψυχής, που υπόφερνε, όμως, γιατί δεν είχε τραγουδήσει νανουρίσματα πάνω απ' τη κούνια του δικού της μωρού, και δεν του είχε πει παραμύθια τα βράδια δίπλα στη φωτιά.
Που δεν το ξύπνησε ποτέ το πρωί για το σχολειό και δεν το περίμενε το μεσημέρι να γυρίσει πεινασμένο, λερωμένο απ' τον ιδρώτα και τα χώματα, να της πει τα κατορθώματα και τα παράπονά του.
Μα πιο πολύ υπόφερνε γιατί ήξερε ότι μεταξύ τους την έλεγαν "στέρφα", "στείρα" κι "άκληρη". Και δεν το 'δειχνε ποτέ. Η αγάπη που είχε να δώσει ήταν πιο δυνατή απ' τον θυμό κι απ' τη σκληρότητα εκείνης της κλειστής κοινωνίας με τις μάνες που είχαν από τέσσερα παιδιά και πάνω, και που χωρίς να το θέλει την σημάδευε με το στίγμα της μισής, της διαφορετικής.
Και σήμερα, δεν χαρίστηκαν σ' όλες τις γυναίκες λουλούδια, δεν χτύπησε το τηλέφωνό τους για ευχές, δεν τις περίμενε η αγκαλιά της κόρης και του γιου και δεν κοκκίνισε το μάγουλό τους από κείνο το φιλί που σκάει μ' όλη του τη δύναμη το πιτσιρίκι στη μάνα του όταν κρεμιέται απ' το λαιμό της.
Είναι οι γυναίκες που δεν πρόλαβαν να τα γεννήσουν, εκείνες που τα έχασαν κόντρα στη φυσική σειρά των πραγμάτων κι εκείνες που σε κρεβάτια νοσοκομείων προσπαθούν ακόμη μια φορά για μια εξωσωματική, νιώθοντας το σώμα τους ν'ασφυκτιά απ' τις δόσεις των ενέσεων και των ορμονών και τη σπάθα της κοινωνίας πάνω από τα κεφάλια τους.
Γιατί η τεκνοποίηση θεωρείται ακόμα γυναικεία καταξίωση και τα
μωρά παραμένουν ως το τελευταίο αρχέτυπο ενός αίσιου προορισμού: την αναγνώριση και την αποδοχή της θηλυκής φύσης. Για να μην είναι οι ίδιες κατώτερες, άκληρες, ανολοκλήρωτες, μισές.
Ως κοινωνία έχουμε προχωρήσει αρκετά. Η υιοθεσία και η αναδοχή, είναι η διέξοδος για να δώσουν όλες αυτές οι γυναίκες την αγάπη και τη μέριμνα σε κάθε παιδί που τη στερείται.
Όσο όμως κυριαρχούν τα στερεότυπα, η λύπηση για την ατεκνία και η νοοτροπία της επιλογής του γονεϊκού ρόλου από κοινωνική υποχρεωτικότητα και συνήθεια, θα έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας μέχρι οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, να επιλέγουν να κάνουν παιδιά χωρίς να τα θεωρούν συμπλήρωμά τους, προσωπικό επίτευγμα κι έπαθλο και προπαντός, αποφεύγοντας να τα κάνουν μελλοντικά δεκανίκια τους...
Από τη φίλη Μαγδαληνή ένα εξαιρετικό κείμενο, ευχαριστούμε!!!
Απο ανάρτηση του Περικλή Μενουνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου