Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Τα βερεσεδια-Γραφει ο Νακος Κορδονουρης

Τα βερεσέδια (c)
---------------------
Πάνε κάτι μήνες τώρα.. Είχα περάσει ένα απόγευμα από το ψιλικατζίδικο του Γιάννη, στην γειτονιά μου. Θυμάμαι ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Γνωστός χρόνια στην γειτονιά ο Γιάννης..κάθισα για λίγο..πιάσαμε την κουβέντα... Μπήκε στο μαγαζί ένας πελάτης... ταλαίπωρος έδειχνε.. καμιά εβδομηνταριά χρονών....
-Καλησπέρα!
-Καλησπέρα, καλώς τον Στέφανο. Τι θέλεις Στέφανε?...
....κάπως διστακτικός ο Στέφανος...
-Δώσε στον άνθρωπο και θα σου πω μετά...
-Πες μου τι θέλεις εσύ... έχω κουβέντα με τον άνθρωπο.
-Δώσε μου ένα πακέτο Καρέλια και.... γράφτα.. θα στα πληρώσω μεθαύριο που θα πάρω τη σύνταξη.
-Δεν έχει γράφτα Στέφανε..αν δεν έχεις λεφτά δεν έχει τσιγάρα.
....Τον κοίταξε για λίγο μ'ένα παράπονο ο Στέφανος...
-Ρε Γιάννη θα μ'αφήκεις ατσίγαρο Χριστουγεννιάτικα?.... Σκέφτηκα να κάνω την απόπειρα να τον κεράσω εγώ τα τσιγάρα..τέτοιες μέρες..και λέω στον Γιάννη:
-Δώσε στον άνθρωπο τα τσιγάρα..θα τα πληρώσω εγώ ρε Γιάννη.
-Όχι κύριε σ'ευχαριστώ, δεν θέλω (ο Στέφανος). Έκανε μεταβολή..και με αργά βήματα, κινήθηκε σκυφτός προς την πόρτα...
Φεύγοντας...η σκέψη μου πήγε πολύ πίσω. Στην δεκαετία του εβδομήντα και πριν...
Τότε που στο χωριό μου, το τευτέρι και ο βερεσές..ελλείψει ρευστού.. ήτανε θεσμός.
Πόσες και πόσες γενιές δεν μεγάλωσαν μ'αυτό το τευτέρι...μαζί και η δική μου γενιά.
Οι περισσότεροι χωριανοί μου, είχανε βερεσέδια με τους μπακάληδες.
Είχαμε δυο μπακάληδες στο χωριό.
Ο πατέρας μου είχε πάρε-δώσε με τον Γιώργη. Ο άλλος ήταν ο Τρύφωνας.
Είχαμε ανοίξει κουμπαριές και με τους δύο. Έτσι ήταν οι μπακάληδες τότε.. βάφτιζαν το μισό χωριό... Ήταν εναλλάξ προέδροι. Σου όριζαν και ποιόν βουλευτή θα ψηφίσεις... Λόγω του χρεωστικού συστήματος, ασκούσαν μεγάλη επιρροή στους συγχωριανούς. Ήταν δηλαδή κομματάρχες. Στις εκλογές, πριν πας να ψηφίσεις, έπρεπε να περάσεις από το μαγαζί του, να σου πει τον..τάδε... Αν είχες καμιά άλλη προτίμηση.. σού'λεγε... «έχουνε μαζευτεί πολλά»....οπότε συμφωνούσες... Είχαν άποψη επί παντός επιστητού. Ήξεραν τα πάντα.
Το χρεωστικό αυτό σύστημα ήταν διπλογραφικό. Κρατούσε ένα μπλοκ ο μπακάλης κι ένα ο πελάτης βερεσετζής. Ο πατέρας μου ποτέ δεν κρατούσε δικό του. Βασιζόταν στην τιμιότητα του κουμπάρου.
Ότι ψώνια χρειαζόμαστε από εκεί τα παίρναμε. Μακαρόνια, ρύζι, αλάτι, σαρδέλες, μπακαλέο, χταπόδι αποξηραμένο (αξέχαστο), καθαρό πετρέλαιο για τις λάμπες, τετράδια και μολύβια για εμάς τα παιδιά κ.α.
Ο λογαριασμός και το ξεχρέωμα γινόταν προς το τέλος του καλοκαιριού. Τότε που θα πουλούσε ο πατέρας μου τ'αρνιά και το ρετσίνι..τα οποία ο ίδιος μπακάλης έπαιρνε. Ήταν και έμπορος δηλαδή.
Θυμάμαι μια χρονιά..όταν έγινε ο λογαριασμός..ο πατέρας μου γύρισε στο σπίτι αμίλητος... στενοχωρημένος..δεν ήθελε ούτε να φάει.
-Τι έχεις Νίκο μου?..(πάντα με τον γλυκό της τρόπο η μάνα μου). Να σου βάλω να φας?
-Άσε με μωρή Γιαννούλα, δεν θέλω..βάλε μου ένα ποτήρι κρασί μοναχά.
-Γιατί τι έγινε..κάματε λογαριασμό με τον κουμπάρο?
-Κάμαμε αλλά μας έβαλε το ρετσίνι με 1.50 δρχ το κιλό. Στου Μπεσερέ (διπλανό χωριό) τους το πήρανε με 1.80. Μου είπε ότι άμα θέλεις να στο πάρω με 1.80, θα σου βάλω τόκο στο χρέος και θα πλερώσεις περισσότερα....
Αν το αναλύσεις λογιστικά..στους έξι τόνους ρετσίνι σου έπαιρνε τον έναν.. Για όσους ξέρουν τι σημαίνει σε δουλειά..σε κόπο ένας τόνος ρετσίνι καταλαβαίνουν...
-Κάτσε να φας Νίκο μου, μη στενοχωριέσαι..μην πίνεις το κρασί σκέτο και σε πιάσει το στομάχι σου. Ας έχουμε την υγειά μας..έχουμε τόσα παιδιά να μεγαλώσουμε......
Έτσι ήταν τα βερεσέδια εκείνη την εποχή. Ελλείψει ρευστού..γινόσουν υποχείριο του δανειστή. Αν δεν ήσουν συνεργάσιμος... έτρωγες πόρτα όπως ο Στέφανος...που έφυγε σκυφτός και ντροπιασμένος...
Δεν υπήρχε άλλος τρόπος.

------------Νάκος Κορδονούρης-----------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου