Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Αλλά λέει η θεία μου,αλλα ακούν τ'αυτια μου-Γραφει η Χαρα Βλαχακη

Άλλα λέει η θειά μου, άλλα ακούν τ' αυτιά μου.

Θα ήμουν περίπου γύρω στα έντεκα.
Ο πατέρας μου είχε αρπάξει ένα κρύωμα και προσπαθούσε να κόψει το τσιγάρο και από το πρωί ήταν μέσα στα νεύρα.Ήταν πολύ καλός άνθρωπος αλλά και πολύ νευρικός.
Το απόγευμα, ο πατέρας μου έφτιαχνε μια φράχτη του κήπου μας που είχε πέσει λίγο πιο πέρα από την αυλή του σπιτιού μας.... η μάνα μου με φώναξε να πάω στο μπακάλη να πάρω ένα ρολ (σκόνη πλυσίματος) .
Ξεκινώντας από την αυλή περνούσα μπροστά από τον πατέρα μου...μόλις τον προσπέρασα λίγα μέτρα τον ακούω να λέει το όνομά μου και κάτι να μουρμουρίζει...
- Τι είπες πατέρα?...γυρίζω και τον ρωτάω.
-Πες του Λαμπράκη να σου δώσει....μμμμα...δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε.... ξαναρωτάω.
-Τι να του πω να μου δώσει?
-Ένα πακέτο ..μμμμα, λές και δεν ήθελε να τον ακούσουν.
Στεναχωριόμουν που δεν καταλάβαινα αλλά φοβόμουν και να ξαναρωτήσω γιατί θα τον νευρίαζα.....γυρίζω πίσω στο σπίτι και καλά πώς δίψασα και μόλις έφτασα κοντά στον πατέρα μου άρχισα να λέω τραγουδιστά και φωναχτά:
-Ένα ρόλ και ένα κουτί....και γυρίζοντας προς το μέρους του πατέρα μου ρωτάω..
-Τι μου είπες να πάρω πατέρα ?...το ξέχασα.Τον είδα νευριασμένο και μέσα από τα σφιγμένα του δόντια μου λέει ξανά το μμμμα χωρίς να καταλάβω πάλι..
Στον δρόμο που πήγαινα προσπαθούσα να καταλάβω από το ...α που άκουγα στο τέλος, τι μπορεί να ήθελε ο πατέρας μου να του πάρω και πιστεύοντας στην εξυπνάδα μου νόμισα πως το βρήκα.
Πάω στον μπακάλη και του λέω:
-Μπάρπα-Λάμπρο θέλω ένα ρολ μεσαίο και ένα κουτί ξυραφάκια και γράψτα.
Τα πήρα και ξεκίνησα για το σπίτι.
Από την πίσω μεριά του σπιτιού υπάρχει μια αμπάρα που μπαίνουμε και άλλη μία μπροστά στο τέλος του χωραφιού...αυτή την φορά διάλεξα να γυρίσω από την πίσω και γιατί ήταν πιο κοντά αλλά πιο πολύ για να μην περάσω μπροστά από τον πατέρα μου...... αφού δεν ήξερα αν πήρα το σωστό πράγμα που μου είπε.
Έδωσα στην μάνα μου τα πράγματα και βγήκα έξω στην αυλή.
Ο πατέρας μου με είδε και σαν να μην του άρεσε που γύρισα από την πίσω μεριά.
-Καλογιάννε μου πήρες? ήταν το παρατσούκλι που με φώναζε γιατί ήμουν μικροσκοπική.
-Σου πήρα πατέρα τα έδωσα στην μάνα..
-Φέρτα εδώ.. μπαίνω μέσα και ζητάω από την μάνα μου τα ξυραφάκια να του τα πάω....η μάνα μου γάτα όπως ήταν κατάλαβε..
-Τι σου είπε ο πατέρας σου να του πάρεις?
-Να σου πω δεν κατάλαβα καλά, τον ρώτησα τρεις φορές και τα έλεγε μπερδεμένα... ξυραφάκια νομίζω...βγαίνει στο παράθυρο και του λέει:
-Θες και σαπουνάδα ή θα ξυριστείς στεγνός? Ούτε μισή μέρα δεν κρατήθηκες?
Ο πατέρας μου ψιλογέλασε και με ξανάστειλε να του πάρω τσιγάρα..
Αχ ρε πατέρα.... τώρα σε καταλαβαίνω που δεν μπορούσες να το κόψεις.
Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου