Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Ο παράξενος μουσαφίρης-Γραφει η Χαρα Βλαχακη

Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ
Την εποχή  που βγάζουν τα τσίπουρα το μοναδικό ρακοκάζανο που υπήρχε το είχε το μοναστήρι του χωριού και έπαιρνε κάποια μικρή ποσότητα τσίπουρου για την κάθε καζανιά...
Είχα πάει κι εγώ μια χρονιά από περιέργεια αν και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς γινόταν.....η όλη διαδικασία μου ήταν πολύ περίεργη και ακαταλαβίστικη.
Όλοι οι χωριανοί μάλλον πήγαιναν με σειρά προτεραιότητας.
Ήρθε και η σειρά του πατέρα μου, φόρτωσε στο γα'ι'δούρι τα πατημένα σταφύλια και ξεκίνησε χαράματα για το μοναστήρι....η μέρα ήταν λίγο μουντή.
Μετά από λίγη ώρα έπιασε βροχή και άκουσα την μάνα μου να λέει πως δεν θα τον αφήσει ο καιρός να τα βγάλει γιατί ο χώρος δεν ήταν στεγασμένος........εμείς πήγαμε και γυρίσαμε από το σχολείο βρέχοντας, ο πατέρας μου δεν είχε γυρίσει ακόμα.
Η μάνα μου μουρμούριζε πως θα χάσει την σειρά του,πως θα ξυνίσουν τα σταφύλια και γκρίνιαζε για τον καιρό....
Σε λίγο έφτασε ο πατέρας μου στο σπίτι μαζί με έναν χωριανό από τον οικισμό Κοψέικα που ήταν ο επόμενος στην λίστα για να βγάλει τα τσίπουρα.... αν σταματούσε η βροχή θα ξαναπήγαιναν μήπως και τα έβγαζαν, από το χωριό ήταν μικρή η απόσταση για το μοναστήρι ενώ από τα Κοψέικα αρκετή......
Ο πατέρας μου πήρε ένα σκαμνάκι και πήγε στην μεριά του στο τζάκι να στεγνώσει και ανακάτωνε την φωτιά ...ο Κοψιώτης στεκόταν όρθιος στάζοντας νερά.....ακούω τον πατέρα μου να λέει..
-Γναίκα πιάσ' ένα βιλόνι μι κλουστή ξλώθκι του παντιλόν τ' τάδε και είπε του όνομα του Κοψιώτη.
Παίρνει η μάνα μου την βελόνα και μια κουβαρίστρα και πάει κοντά στον μουσαφίρη.....αυτός στεκόταν ακούνητος.....
-Που ξλώθκι? ο Κοψιώτης δεν έβγαλε άχνα.
-Στουν καβάλου ...απάντησε ο πατέρας μου γι αυτό δεν κάθητι κατα'ί' να προυθεί...
-Κι πώς να του ράψου ικεί ? ρωτάει η μάνα μου.
Ήταν η εποχή λίγο μετά τους σεισμούς και το μόνο δωμάτιο ήταν αυτό με το τζάκι... δεν υπήρχε άλλος χώρος να πάει να το βγάλει...
Εμείς τα παιδιά είχαμε μαζευτεί σε μια γωνιά και παρακολουθούσαμε χωρίς να μιλάμε...οι οδηγίες που μας είχαν δώσει όταν είχαμε μουσαφίρη ήταν ξεκάθαρες και αν δεν τις τηρούσαμε υπήρχαν συνέπειες.
Σε μια στιγμή βλέπω τον πατέρα μου να πηγαίνει προς την μεριά μου είχαμε διπλωμένα τα σκεπάσματα...παίρνει μια μαντανία τυλίγει τον Κοψιώτη και του λέει ''
-Βγάλτου να στου ράψ' κι τράβα σ'μα στου τζιάκ μη πουντιάις...το έβγαλε και ο πατέρας μου το έδωσε στην μάνα μου που αν και μούσκεμα άρχισε αμέσως το ράψιμο....ο μουσαφίρης πήγε κοντά στο τζάκι...
Ε.. τώρα μην μου πείτε πως έφταιγα πάλι εγώ....βλέποντας αυτήν την εικόνα μάταια προσπαθούσα να κρατηθώ, να βλέπεις έναν άντρα τυλιγμένο με μια μαντανία με βρεγμένα μαλλιά να προσπαθεί να ζεσταθεί....ήταν κάτι που μου φαινόταν πολύ αστείο....πιο πολύ έμοιαζε με καλικάτζαρο ή με καρναβάλι παρά με άνθρωπο.
Κοίταζα τ' αδέλφια μου μπας και ξεσπάσουν κι αυτά στα γέλια για να έχω παρέα στην σίγουρη νυχτερινή έξοδο που θα είχα..... αλλά τίποτα....
Κρατήθηκα όσο μπορούσα, έβαζα τα χεράκια μου και έκρυβα το πρόσωπό μου ....ώσπου στο τέλος δεν άντεξα, με πιάνουν κάτι ξεκαρδιστικά γέλια που έτρεξα μόνη μου και βγήκα έξω από το σπίτι τουλάχιστον να γλιτώσω το ξύλο.....
Άτιμε Κοψιώτη ....πάλι διανυκτέρευση στην παραγκούλα εξ αιτίας σου..
Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου