Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Το Καρπενησι στον εμφύλιο

Το Καρπενήσι βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Τυμφρηστού (Βελουχιού, 2.319 μ.) σε υψόμετρο 900 περίπου μέτρων. Νότια περιβάλλεται από τα βουνά Κώνισκο, Καλιακούδα και Χελιδόνα.
Στην ανατολική του πλευρά (προς τη Λαμία) βρίσκεται το ύψωμα Ρόβια και η τοποθεσία Ξηριάς και νοτιοανατολικά δεσπόζει το βραχώδες ύψωμα του Αι-Δημήτρη. Στη δυτική του πλευρά (προς το Αγρίνιο) βρίσκεται το ύψωμα του Σωτήρα και ο αυχένας του Αι-Θανάση. Την εποχή του εμφυλίου πολέμου ο πληθυσμός του Καρπενησίου ήταν περίπου 3.500 κάτοικοι, οι περισσότεροι από τους οποίους ασχολούντο με το εμπόριο και την κτηνοτροφία.

Μετά την απελευθέρωση η ασφάλεια του Καρπενησίου ανατέθηκε στον εθνικό Στρατό, στη Χωροφυλακή και στις Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ). Λίγο αργότερα προστέθηκε ένας λόχος τοπικών εθνικοφρόνων (μαυροσκούφηδες) και μια διλοχία, που εγκαταστάθηκε στη Ράχη Τυμφρηστού, το πιο καίριο σημείο της οδικής αρτηρίας Λαμίας - Καρπενησίου και ένα φυσικό τείχος για την πρωτεύουσα της Ευρυτανίας.

Από τις αρχές του 1946 ως τα μέσα του 1947 διοικητής της φρουράς Καρπενησίου ήταν ο ταγματάρχης Τολιόπουλος, περιώνυμος συνεργάτης των Γερμανών και σφόδρα αντιεαμικός. Κατά τη διετία 1944-45 ο Τολιόπουλος είχε διατελέσει διοικητής του «ευζωνικού» τάγματος Αγρινίου. Τον διαδέχθηκε ο ικανότατος ταγματάρχης Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος, διοικητής της μονάδας υλικού πολέμου της 71ης Ταξιαρχίας. Ο Παπαγεωργόπουλος είχε εκφράσει ο ίδιος την επιθυμία να υπηρετήσει σε μάχιμη μονάδα και κατά προτίμηση στους ΛΟΚ. Πέρα από αυτό φιλοδοξούσε να οργανώσει αποτελεσματικά την άμυνα του Καρπενησίου, να εμφυσήσει στους άνδρες του το πνεύμα της Ταξιαρχίας Ρίμινι, στην οποία είχε υπηρετήσει, και να δώσει την ευκαιρία να ετοιμασθεί πλήρως το 7ο Τάγμα Εθνοφρουράς, που προοριζόταν να μεταβεί στο Καρπενήσι ώστε να προληφθεί πιθανή κατάληψή του από τους αντάρτες.

Μόλις ο νέος διοικητής έφθασε στο Καρπενήσι έλαβε τα απαραίτητα μέτρα. Σε συνεννόηση με τη Νομαρχία συγκέντρωσε πολίτες με σκαπάνες και φτυάρια για να κατασκευάσουν χαρακώματα και πολυβολεία στους γύρω λόφους και έδωσε εντολή να κτισθούν «αμυντικές περιβολές» σε ορισμένα σημεία των γύρω λόφων και στο Καρπενήσι να μείνει μόνο η Χωροφυλακή, η οποία θα σχημάτιζε έναν λόχο από τρεις διμοιρίες και θα αποτελούσε τη δική του εφεδρεία. Επίσης φρόντισε να οχυρωθεί καλά το ύψωμα του Αι-Δημήτρη με χαρακώματα, καταφύγια και πολυβολεία, ώστε να μπορεί να αντέξει μόνο του, ακόμα κι αν έπεφτε το Καρπενήσι. Μέσα στην πόλη διέταξε να κατασκευαστούν παρατηρητήρια από οπλισμένο σκυρόδεμα και σίδερα σε οροφές και κωδωνοστάσια εκκλησιών και πολυβολεία σε όλα τα καίρια σημεία της, στα οποία τοποθετήθηκαν στρατιώτες εξοπλισμένοι με υποπολυβόλα και οπλοπολυβόλα. Ακόμα έδωσε εντολή να συνδεθούν με τηλεφωνικές γραμμές τα τμήματα με τους νυκτερινούς σταθμούς ακρόασης, που εγκαταστάθηκαν γύρω-γύρω και μακριά από το Καρπενήσι. Αλλα μέτρα που έλαβε για την ασφάλεια της πόλης ήταν η απαγόρευση της κυκλοφορίας και της εισόδου και της εξόδου από αυτή τη νύκτα, η έρευνα προσώπων και αυτοκινήτων κατά την έξοδο, οι συλλήψεις υπόπτων, η πώληση αλατιού από το μονοπώλιο μόνο στους παντοπώλες και η καταχώρηση καθημερινά, σε ειδικό βιβλίο, των ονομάτων των προμηθευομένων και της ποσότητας που αγόραζαν, ώστε να το στερούνται οι αντάρτες, που δεν είχαν πρόσβαση στη θάλασσα.

Στα τέλη του 1947 ενισχύθηκε η άμυνα της πόλης με το 7ο Τάγμα Εθνοφρουράς, που το αποτελούσαν εθνικόφρονες οπλίτες παλαιών κλάσεων, οι λεγόμενοι «Σοφούληδες». Η διοίκηση του Τάγματος αυτού ανατέθηκε επίσης στον Παπαγεωργόπουλο. Λίγες ημέρες αργότερα όμως ο ταγματάρχης έφυγε από το Καρπενήσι με προορισμό τις δυνάμεις καταδρομών (ΛΟΚ) και αντικαταστάθηκε από τον ταγματάρχη πεζικού Αλέκο Ισαακίδη. Ο νέος στρατιωτικός διοικητής εφάρμοσε το ίδιο σχέδιο αμυντικής διάταξης του Καρπενησίου και τα ίδια μέτρα ασφαλείας.

Τον Μάιο του 1948 επισκέφθηκε το Καρπενήσι για υπηρεσιακούς λόγους ο διοικητής του Α' Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος, ο οποίος ζήτησε από τον διοικητή της Χ Μεραρχίας Πεζικού, υποστράτηγο Βασιλά, να τοποθετήσει στη θέση του στρατιωτικού διοικητή Καρπενησίου τον ταγματάρχη Δημήτριο Καραπιπέρη, που καταγόταν από την Αγία Τριάδα Ευρυτανίας. Ο Καραπιπέρης, γνώστης «προσώπων και πραγμάτων» στον νομό, αντιμετώπισε τους αντάρτες και όσους τους υποστήριζαν ή τους ανέχονταν με επιθετικές πρωτοβουλίες και ενέργειες. Συγκέντρωνε πληροφορίες για τις κινήσεις τους, τη δύναμή τους και την υποστήριξη που είχαν στα χωριά και οργάνωνε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με μικρές ομάδες, που ήταν εξοπλισμένες με μαχαίρια, αυτόματα όπλα και χειροβομβίδες. Η επιχειρησιακή του αποτελεσματικότητα προκάλεσε τον θαυμασμό του Τσακαλώτου. Στις 12 Ιουλίου 1948 ο αντιστράτηγος έστειλε σε όλες τις μονάδες του Α' Σώματος Στρατού διαταγή του με θέμα «Επιτυχείς ενέργειαι 7ου ΤΕ», στην οποία, αφού περιέγραφε συνοπτικά τα κατορθώματα του «λαμπρού διοικητή», τόνιζε: "Εάν άπαντα τα Τάγματα Εθνοφρουράς του Σώματος και αι εις διάθεσίν του Μοίραι Καταδρομών ενήργουν ως ανωτέρω και εν αναλογία χρόνου και δυνάμεων επετύγχανον το 1/4 των αποτελεσμάτων του 7ου Τάγματος Εθνοφρουράς, ασφαλώς δεν θα υπήρχε συμμοριτισμός... Εις τους ταγματάρχην Καραπιπέρην Δημήτριον, λοχαγόν Παπαθανασίου Αχιλλέα, αξιωματικούς και οπλίτας 7ου Τάγματος Εθνοφρουράς και 1ου ΛΑΣ όλα μου τα συγχαρητήρια διά τας λαμπράς επιτυχίας». Τον επόμενο μήνα ο Τσακαλώτος επισκέφθηκε το Καρπενήσι και απένειμε στον Καραπιπέρη το Αριστείο Ανδρείας.

Την περίοδο εκείνη στην πόλη υπήρχαν οι εξής στρατιωτικές δυνάμεις:
 - Το 7ο Ελαφρό Τάγμα Πεζικού (ΕΤΠ), αποτελούμενο από 500 περίπου άνδρες που ήταν κατανεμημένοι σε τρεις λόχους. Ο πρώτος επάνδρωσε έξι φυλάκια στη ΒΑ πλευρά της πόλης, ο δεύτερος, που περιελάμβανε και Ευρυτάνες μαυροσκούφηδες, το φυλάκιο στη βόρεια παρυφή της πόλης και στον Αι-Δημήτρη, και ο τρίτος πέντε φυλάκια δυτικά και δύο φυλάκια ανατολικά της πόλης.
- Ο Λόχος Εθνοφυλακής Ασφαλείας Καρπενησίου, δύναμης περίπου 140 ανδρών, που κατείχε τέσσερα φυλάκια στη νότια παρυφή της πόλης και ένα φυλάκιο στο αντέρεισμα του υψώματος προφήτης Ηλίας, στον δρόμο προς Λαμία.
- Μια διμοιρία με πολυβόλα Vickers και Bren και όλμους 3 in. Δύο πολυβόλα διατέθηκαν στο φυλάκιο του Αι-Δημήτρη, ένα τρίτο στο κωδωνοστάσιο του ναού της Αγίας Τριάδας και ένα τέταρτο σε μια διπλανή οροφή ψηλού οικήματος. Το ένα οπλοπολυβόλο Bren τοποθετήθηκε σε φυλάκιο δυτικά των Ροβιών και το άλλο στην οροφή κτιρίου της νοτιοδυτικής παρυφής της πόλης. Δύο όλμοι δόθηκαν στο οχυρό του Αι-Δημήτρη και άλλοι δύο σε φυλάκια στη δυτική πλευρά της πόλης (που ήταν και η πιο ευάλωτη).

Όσον αφορά την εξασφάλιση της οδικής αρτηρίας Λαμίας-Καρπενησίου, εγκαταστάθηκε στη θέση Ράχη Τυμφρηστού λόχος του 5ου Τάγματος, που είχε την έδρα του στον Άγιο Γεώργιο Φθιώτιδας.
Όμως στα τέλη Οκτωβρίου του 1948, με διαταγή της Διοίκησης Εθνοφρουράς Ρούμελης (ΔΕΡ) και παρά τις αντιρρήσεις του Καραπιπέρη, ο λόχος της Ράχης Τυμφρηστού λόγω του χειμώνα αποσύρθηκε και εγκαταστάθηκε στο Καρπενήσι, στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, δίπλα στο νεκροταφείο, ως εφεδρεία του τάγματος της πόλης, αφήνοντας ουσιαστικά την πόλη ακάλυπτη από την πλευρά της Λαμίας.

Στα μέσα Ιανουαρίου του 1949 το ΓΕΣ πληροφορήθηκε από τον Καραπιπέρη και από άλλες πηγές ότι αντάρτες στα σύνορα Ευρυτανίας-Καρδίτσας ετοιμάζονταν για κάποια μεγάλη επιχείρηση, πιθανώς εναντίον του Καρπενησίου. Αμέσως ενημέρωσε την ΑΣΔΕΣΕ (Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκησις Εθνοφρουράς Στερεάς Ελλάδος) και τη διέταξε: α) να εξασφαλίσει την οδική αρτηρία Μακρακώμης - Καρπενησίου, β) να μετακινήσει την 71η Ταξιαρχία Πεζικού προς την περιοχή του Καρπενησίου το βράδυ της 19ης Ιανουαρίου και να κινηθεί την επομένη προς την κατεύθυνση Στένωμα - Βίνιανη - κοιλάδα Μέγδοβα, για να αντιμετωπίσει τους αντάρτες. Ομως η ΑΣΔΕΣΕ, μη έχοντας επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης, απλώς έδωσε εντολή να μεταβούν στο Καρπενήσι το Τακτικό Στρατηγείο Εθνοφρουράς (ΤΣΕ), που Μέγδοβα, για να αντιμετωπίσει τους αντάρτες. Ομως η ΑΣΔΕΣΕ, μη έχοντας επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης, απλώς έδωσε εντολή να μεταβούν στο Καρπενήσι το Τακτικό Στρατηγείο Εθνοφρουράς (ΤΣΕ), που βρισκόταν στη Μακρακώμη, και μια διλοχία 240 ανδρών του 5ου ΕΤΠ, διοικούμενη από τον Ευρυτάνα ταγματάρχη Βασίλειο Μαντούζα, που ήταν εγκατεστημένη λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, στον Αγιο Γεώργιο. Η ασφάλεια του Καρπενησίου ανατέθηκε στον διοικητή του ΤΣΕ, συνταγματάρχη Τριαντάφυλλο Παπατριανταφύλλου, ο οποίος είχε στις διαταγές του το 7ο ΕΤΠ, μονάδες του 5ου ΕΤΠ και τις δυνάμεις της Χωροφυλακής και των ΜΑΥ Καρπενησίου (σύνολο περίπου 1.400 άνδρες).

Το πρωί της 19ης Ιανουαρίου η διλοχία του Μαντούζα εγκαταστάθηκε στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία, αλλά το βράδυ, μετά από διαταγή της ΔΕΡ, κινήθηκε προς τη διάβαση των Αγίων Αποστόλων, βορειο- ανατολικά του Καρπενησίου. Για κακή της τύχη συνάντησε ένα επίλεκτο ανταρτικό σώμα, τη Σχολή Αξιωματικών του ΚΓΑΝΕ, και μετά από σύντομη συμπλοκή διαλύθηκε. Οι περισσότεροι άνδρες της διλοχίας σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, οι δε υπόλοιποι, γύρω στους 45, τράπηκαν σε φυγή. Την ίδια περίπου στιγμή στο Καρπενήσι επικρατούσε ένας περίεργος εφησυχασμός. Ο Παπατριανταφύλλου, ο Καραπιπέρης, ο νομάρχης και ο δήμαρχος διασκέδαζαν με τους νεοαφιχθέντες στρατιωτικούς στη λέσχη αξιωματικών. Λίγες ώρες πριν λόχος από το Καρπενήσι είχε καταλάβει προσωρινά τη Ράχη Τυμφρηστού.

ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ

Στις 12 Δεκεμβρίου 1948 δυνάμεις του ΔΣΕ επιτέθηκαν εναντίον της Καρδίτσας, παρέμειναν στην πόλη και την επομένη και τελικά, αφού πήραν μαζί τους αιχμαλώτους και λάφυρα, συμπτύχθηκαν στις βάσεις εξόρμησής τους. Στις 11 Ιανουαρίου κατέλαβαν τη Νάουσα, στην οποία παρέμειναν για επί τρεις μέρες. Ως επόμενο στόχο τους επέλεξαν την πρωτεύουσα της Ευρυτανίας.

Με την επιχείρηση του Καρπενησίου ο ΔΣΕ επεδίωκε να καταλάβει τις αποθήκες με τα εφόδια της πόλης, να στρατολογήσει νέους αντάρτες, να απασχολήσει και να φθείρει όσο το δυνατόν περισσότερες κυβερνητικές δυνάμεις στους ορεινούς όγκους, ανακουφίζοντας παράλληλα τα μαχόμενα τμήματα στην Πελοπόννησο και δίνοντας τη δυνατότητα σε άλλα τμήματα του ΚΓΑΝΕ να εκμεταλλευθούν τις ευνοϊκές συνθήκες που θα δημιουργούντο, να αποκαταστήσει μια εδαφική ενότητα στον κεντρικό και στον νότιο κορμό της Πίνδου, να θορυβήσει τις πολιτικό-στρατιωτικές αρχές στην Αθήνα και να προσελκύσει το διεθνές ενδιαφέρον. Από την άλλη πλευρά η επιτυχής έκβαση της επιχείρησης θα είχε για την κυβέρνηση τις εξής συνέπειες: θα έχανε μια πόλη στην κεντρική Ελλάδα, πρωτεύουσα νομού και σύμβολο της εθνικής αντίστασης, θα διαπίστωνε την ισχύ του ΔΣΕ σε μια περιοχή αρκετά μακριά από τα βόρεια σύνορα, θα δεχόταν μεγάλο ψυχολογικό πλήγμα, τη στιγμή που ο Αλέξανδρος Παπάγος θα προετοίμαζε την επίθεσή του, και θα έχανε την πιο βαθιά προωθημένη βάση που είχε για τις επιχειρήσεις της στη Ρούμελη και τη δυτική Θεσσαλία.

Οι αντάρτες είχαν πραγματοποιήσει επιδρομές κατά του Καρπενησίου και παλαιότερα. Στις αρχές Μαρτίου του 1947 το ΓΑ του ΔΣΕ, που τότε βρισκόταν στη Βράχα Ευρυτανίας, αποφάσισε να κτυπήσει το Καρπενήσι προς εκφοβισμό και παραπλάνηση του εχθρού. Τάγμα ανταρτών υπό τον Γεωργιάδη κινήθηκε από Φουρνά προς τα χωριά του δήμου Κτημενίων με κατεύθυνση προς το Στένωμα και τον αυχένα του Αι-Θανάση. Ταυτόχρονα αντάρτες του Αρχηγείου Δυτικής Στερεάς πορεύθηκαν προς τους Αγίους Αποστόλους και τα υψώματα Μυρίκης ανατολικά της πόλης.Όμως μια απροσδόκητη συμπλοκή-μάχη με τμήμα του εθνικού Στρατού στην Αγία Παρασκευή Δομιανών, στις 9 Μαρτίου, αφαίρεσε το στοιχείο του αιφνιδιασμού και η επιχείρηση ματαιώθηκε. Μία δεύτερη επίθεση κατά του Καρπενησίου σχεδιάστηκε από τους Γιώτη-Περικλή τον Αύγουστο του ίδιου έτους, αλλά και αυτή οργανώθηκε πρόχειρα και ασυντόνιστα, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί.

Στις αρχές του 1949 δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια για αποτυχία.
Το ΚΓΑΝΕ ήταν αποφασισμένο να υλοποιήσει το σχέδιό του. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στους τομείς της προπαρασκευής και της πληροφόρησης: συγκάλεσε σύσκεψη των στελεχών, στην οποία αναλύθηκαν τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων σε Καρδίτσα και Σοφάδες, μερίμνησε για τη βελτίωση και την ανάπτυξη της εκπαίδευσης και της στρατιωτικής και ιδεολογικής κατάρτισης μαχητών και στελεχών, συμπλήρωσε τα κενά στις διοικήσεις των τμημάτων, αναδιοργάνωσε τις διάφορες στρατιωτικές ομάδες και δημιούργησε δίκτυο πληροφόρησης, χάρη στο οποίο ενημερώθηκαν για τον αντίπαλο (για τις θέσεις του στην πόλη, την ποιότητα των οχυρών, τη βασική κατεύθυνση πυρών, τα συρματοπλέγματα, τα ναρκοπέδια και τις κινήσεις του). Με τη βοήθεια ανθρώπων που γνώριζαν την περιοχή σχεδιάστηκαν όλα τα δρομολόγια, ακόμα και τα θερινά μέσω Βελουχιού και, αφού ετοιμάστηκε ανάγλυφος χάρτης του Καρπενησίου, έγινε ανάλυση της συγκεκριμένης αποστολής των διάφορων μονάδων στους διοικητές τους.

Το σχέδιο ενέργειας προέβλεπε γρήγορη και αποφασιστική διείσδυση προς το κέντρο της πόλης, με σκοπό τον αιφνιδιασμό και την παράλυση του εχθρού. Γι’ αυτό χρειαζόταν να βρεθεί το κατάλληλο σημείο της εχθρικής διάταξης, όπου θα γινόταν η διείσδυση και θα δημιουργείτο το ρήγμα, δηλαδή να εντοπισθεί το πιο ασθενές σημείο του εχθρού. Το σημείο αυτό τελικά καθορίστηκε στο ρέμα της Αγίας Παρασκευής, βόρεια της πόλης, το οποίο δεν είχε ναρκοθετηθεί επειδή πάνω από αυτό είναι φυσικό οχυρό το Βελούχι - οι αμυνόμενοι δεν φαντάζονταν ότι οι αντάρτες θα επιχειρούσαν επίθεση από εκεί και μάλιστα χειμώνα. Επίσης επέλεξαν αυτή τη θέση διότι η διαμόρφωση του εδάφους θα κάλυπτε εκείνους που θα επιχειρούσαν τη διείσδυση από τα πυρά των γύρω φυλακίων.

Μετά τη μάχη της Καρδίτσας τα ανταρτικά τμήματα προχώρησαν προς τον δήμο Κτημενίων και οι διοικήσεις τους συγκεντρώθηκαν στη Φουρνά. Χωμένο μέσα στα έλατα και προστατευμένο από τις γύρω βουνοκορφές το χωριό αυτό προσέφερε τις καλύτερες συνθήκες για ανάπαυση και ανασυγκρότηση, πριν από τη μεγάλη εφόρμηση προς το Καρπενήσι. Εκεί συναντήθηκαν όλα τα στελέχη της νότιας Ελλάδας, ο Γιώτης, ο Διαμαντής, ο Περικλής, ο Μπαντέκος, ο Αθανασίου κ.ά. Ο Καραγιώργης απουσίαζε επειδή είχε μεταβεί στον Γράμμο για να λάβει μέρος στην 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Την Πρωτοχρονιά έκοψαν βασιλόπιτα, έφαγαν, αστειεύθηκαν, τραγούδησαν και χόρεψαν αντάρτικα και κλέφτικα τραγούδια μέσα σε κλίμα ευθυμίας και αισιοδοξίας.

Από τις 10 Ιανουαρίου άρχισε η προώθηση των ανταρτικών τμημάτων με νυκτερινές πορείες προς το Καρπενήσι. Στην επιχείρηση κατά της πόλης έπαιρναν μέρος η Ι Μεραρχία υπό τον Γιώτη, η ΙΙ Μεραρχία (172 και 144 Ταξιαρχίες) υπό τον Διαμαντή, η Σχολή Αξιωματικών υπό τον Πέτσα, ένα ανεξάρτητο τάγμα και μια διλοχία με δύο πυροβολαρχίες, συνολική δύναμη 3.000 ανδρών και γυναικών. Η Ι Μεραρχία κινήθηκε από τα χωριά Βράχα, Δάφνη, Στένωμα προς τον Αι-Θανάση, 4 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης, από όπου η Ταξιαρχία Μπαντέκου, σύμφωνα με το σχέδιο ενέργειας, θα πραγματοποιούσε τη διείσδυση. Στην προσπάθειά της θα είχε την πολύτιμη βοήθεια της Σχολής Αξιωματικών, που θα προσπαθούσε να καταλάβει τον Αι-Δημήτρη. Η ΙΙ Μεραρχία, για να αποτρέψει κάθε προσπάθεια προώθησης εθνικών δυνάμεων προς τη Ράχη Τυμφρηστού, η οποία ήταν σχεδόν αφύλακτη, κατέλαβε θέσεις στη Μερκάδα Φθιώτιδας και στα υψώματα Δικάστρου και Αι-Λια Ροβολαρίου, δημιουργώντας μέτωπο κρούσης πολλών χιλιομέτρων.

Η αντίστροφη μέτρηση για τον ΔΣΕ είχε αρχίσει. Αν κατελάμβανε το Καρπενήσι θα σημείωνε μια μεγάλη επιτυχία στην κεντρική Ελλάδα. Ομως η επιχείρηση ήταν δύσκολη και οι αντάρτες το γνώριζαν πολύ καλά. Ο αντάρτης Β. Αποστολόπουλος έγραφε χαρακτηριστικά: "Βαδίζουμε ήσυχα, γρήγορα, φορτωμένοι σκέψεις, φόβους, αγωνία, σίδερα. Το Καρπενήσι είναι σκληρό καρύδι και δε νοιώθουμε τόσο γερά τα δόντια μας να το σπάσουν".

Η ΜΑΧΗ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ

Λίγο πριν τις 10 το βράδυ της 19ης Ιανουαρίου ο Καραπιπέρης και οι συνδαιτημόνες του στη λέσχη αξιωματικών ειδοποιήθηκαν από έναν οπλίτη του ΛΕΑΚ, που περιπολούσε στην περιοχή του Στενώματος, ότι μεγάλη φάλαγγα ανταρτών εκινείτο προς το Καρπενήσι. Αμέσως ενημέρωσε τον συνταγματάρχη και έδωσε εντολή να φύγουν οι αξιωματικοί για τις μονάδες τους και να κλείσει η λέσχη, χωρίς να παρατηρηθεί πανικός. Στη συνέχεια επέστρεψε στο διοικητήριο, γνωστοποίησε στα φυλάκια ότι επέκειτο επίθεση των ανταρτών και συνέστησε ψυχραιμία, αποφυγή άσκοπων πυροβολισμών και παραμονή "με το δάκτυλο στη σκανδάλη".

Η επίθεση του ΔΣΕ εκδηλώθηκε από το βόρειο τμήμα της πόλης (αυχένας Αι-Θανάση - Ρόβια - Αγιοι Απόστολοι) στις 22.30. Ο καιρός ήταν καλός. Είχε ξαστεριά χωρίς χιόνι, εκτός από λίγο στις κορυφές του Βελουχιού. Περίπου 200 αντάρτες υπό τον ταγματάρχη Πρίκο πέρασαν ανάμεσα από κεντρικά φυλάκια (σημεία στήριξης), διείσδυσαν στο μη ναρκοθετημένο ρέμα, παρέκαμψαν εσωτερικό φυλάκιο αφήνοντας αναπάντητους πυροβολισμούς των φρουρών του και οχυρώθηκαν στις πρώτες οικίες που συνάντησαν. Η φρουρά Καρπενησίου έσπευσε να ανακαταλάβει τον καταληφθέντα τομέα της πόλης. Η μάχη ήταν σκληρή, αμφίρροπη και συνεχίστηκε όλη τη νύκτα. Και οι δύο αντιμαχόμενοι πολεμούσαν με απαράμιλλο πείσμα και θάρρος. Τελικά ο Πρίκος υπό τρομερή πίεση και τραυματισμένος διέταξε τη σύμπτυξη των τμημάτων του που βρίσκονταν στη θέση Δεξαμενή, στις βόρειες παρυφές της πόλης. Ομως δύο λόχοι, του Πάικου και του Τζίτζιρα, κράτησαν σθεναρά το προγεφύρωμα περιμένοντας τις εφόδους των άλλων τμημάτων του ΔΣΕ εναντίον των φυλακίων. Η γενικευμένη επίθεση ξεκίνησε στις 3.30 το μεσημέρι της 20ής Ιανουαρίου. Οι αντάρτες, με την υποστήριξη πυρών από πυροβόλα, αντιαρματικά και όλμους, πραγματοποίησαν σφοδρές επιθέσεις για την εξουδετέρωση των φυλακίων. Οι μονάδες του εθνικού Στρατού προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Πολεμούσαν με πείσμα και απέκρουαν επιθέσεις με θεριστικά πυρά. Ιδιαίτερα στα Ρόβια οι αντάρτες είχαν πολλά θύματα - νεκρό τον επιτελάρχη τους και τραυματισμένους τον διοικητή και τον πολιτικό τους επίτροπο.

Στο διοικητήριο ο Καραπιπέρης μάταια προσπαθούσε να πείσει τον συνταγματάρχη Παπατριανταφύλλου να χρησιμοποιηθεί ο λόχος εφεδρείας του για να εξαλειφθεί ο θύλακας των ανταρτών στην «αυλή» της πόλης. Στις 16.00 ο Καραπιπέρης υπέβαλε στον συνταγματάρχη δύο προτάσεις: να χρησιμοποιηθεί η εφεδρεία του "για να σωθεί το Καρπενήσι" και να κτυπήσουν οι καμπάνες, να ειδοποιηθούν οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα να παρουσιαστούν στο διοικητήριο και να πάρουν μέρος στον έσχατο για την πόλη αγώνα. Ο Παπατριανταφύλλου ενέκρινε την πρώτη πρόταση αλλά ήταν πλέον αργά, αφού μετά από δύο ώρες θα άρχιζε να σκοτεινιάζει. Αντίθετα απέρριψε τη δεύτερη, ύστερα από εισήγηση του δημάρχου και του νομάρχη που είπαν ότι οι κωδωνοκρουσίες θα προκαλούσαν πανικό στους κατοίκους.

Αργά το βράδυ και ενώ ο καιρός είχε αρχίσει να επιδεινώνεται δύο τάγματα ανταρτών κατόρθωσαν να διεισδύσουν ως το κέντρο της πόλης και να καταλάβουν το διοικητήριο. Λίγο αργότερα αντάρτες κατέλαβαν το θεωρούμενο ως απόρθητο οχυρό του Αι-Δημήτρη από εξαιρετική γι’ αυτούς συγκυρία. Οπως αναφέραμε, διλοχία στρατού, όταν βγήκε από το Καρπενήσι για αναγνώριση, έπεσε πάνω στο ανταρτικό σώμα της Σχολής Αξιωματικών, που έφθανε από τη Θεσσαλία με ειδική αποστολή την κατάληψη αυτού του οχυρού, αιφνιδιάστηκε και διαλύθηκε. Οι αντάρτες πληροφορήθηκαν από τους αιχμαλώτους αυτής της διλοχίας το σύνθημα και το παρασύνθημα του οχυρού, ντύθηκαν με τα ρούχα των αιχμαλώτων, προχώρησαν στο οχυρό, εμφανίστηκαν ως στρατιωτική μονάδα, απάντησαν στο σύνθημα-παρασύνθημα, οι σκοποί ανυποψίαστοι τους άνοιξαν την πύλη και έτσι πέρασαν μέσα. Οι υπερασπιστές του λόφου αιφνιδιάστηκαν και παραδόθηκαν αμαχητί.

Μετά την κατάληψη του διοικητηρίου επικράτησε μεγάλη σύγχυση.
Οι υπερασπιστές του το εγκατέλειψαν κινούμενοι ανατολικά προς τον Αι-Δημήτρη και τον Ξηριά. Αλλοι ένοπλοι μαζί με πολίτες κινήθηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις, αφού τόσο η διοίκηση όσο και η Νομαρχία δεν είχαν καθορίσει σχέδιο σύμπτυξης και δρομολόγιο διαφυγής. Ο διοικητής της φρουράς (Παπατριανταφύλλου) σκοτώθηκε. Ο Καραπιπέρης κατόρθωσε να διαφύγει περνώντας με ένα σώμα ενόπλων από τη διάβαση Καγγελιών με κατεύθυνση τον Αγιο Γεώργιο Φθιώτιδας. Ο Μαντούζας, που είχε συγκρουστεί με αντάρτες το βράδυ της 19ης Ιανουαρίου, αρχικά κρύφτηκε σε δάσος και έπειτα κατέφυγε και αυτός στον Άγιο Γεώργιο.

Τραγικές στιγμές έζησαν πολλοί από εκείνους που έφυγαν από την πόλη τη νύκτα της 20ής προς την 21η Ιανουαρίου και κινήθηκαν προς Λαμία και Αγρίνιο. Άλλοι σκοτώθηκαν από τα πυρά, άλλοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και ύστερα εκτελέστηκαν, αρκετοί πέθαναν μέσα στη φοβερή χιονοθύελλα που ξέσπασε εκείνο το βράδυ. Ξεπαγιασμένους βρήκαν τον διοικητή της Διοίκησης Χωροφυλακής, ταγματάρχη Ι. Σαπέρα, τον διοικητή του Τμήματος Χωροφυλακής υπομοίραρχο Λουκά Μαγγίνα, και άλλους, συνολικά 45. Συνολικά οι νεκροί και οι τραυματίες της μάχης του Καρπενησίου δεν πρέπει να ξεπέρασαν τους 400.

Την αυγή της 21ης Ιανουαρίου οι αντάρτες κατέρριψαν στη δυτική πλευρά του Καρπενησίου, πάνω από το νοσοκομείο, αναγνωριστικό αεροπλάνο τύπου Harvard, στο οποίο επέβαιναν ο πιλότος, Παναγιώτης Τσούκας, και ο Αμερικανός συνταγματάρχης Εντνερ. Στις 10 το πρωί κατέλαβαν στα Ρόβια το τελευταίο φυλάκιο που συνέχιζε να αντιστέκεται. Η πόλη βρισκόταν πια στα χέρια τους.

Το ΓΕΣ απέδωσε ευθύνες για την πτώση του Καρπενησίου στον διοικητή της Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοίκησης Στερεάς Ελλάδος, υποστράτηγο Βενετσιάνο Κετσέα. Ο Παπάγος τον αντικατέστησε με τον υποστράτηγο Παυσανία Κατσώτα και διέταξε διοικητική εξέταση, από την οποία διαπιστώθηκε η ευθύνη του για τη μη φρούρηση της Ράχης Τυμφρηστού. Ο Κετσέας πέρασε από στρατοδικείο, από το οποίο αθωώθηκε παμψηφεί. Την άνοιξη του 1949 ο ταξίαρχος Ιατρίδης πραγματοποίησε ένορκη προανάκριση για την εξακρίβωση των ευθυνών της στρατιωτικής διοίκησης Καρπενησίου. Από αυτή προέκυψαν κατηγορίες για τους ταγματάρχες Καραπιπέρη και Μαντούζα, για οκτώ κατώτερους αξιωματικούς και για 14 οπλίτες. Ολοι παραπέμφθηκαν σε στρατοδικείο, όπου αθωώθηκαν.

Οι αντάρτες παρέμειναν στο Καρπενήσι 19 ημέρες. Η συμπεριφορά τους προς τους πολίτες ήταν σχετικά ήπια, δεν έλειψαν όμως και οι ακρότητες. Σύμφωνα με τον Παπαγεωργόπουλο, «οι αντάρτες όσες ημέρες έμειναν στο Καρπενήσι φέρθηκαν σχετικώς καλά στον κόσμο. Δεν εξόντωσαν, όπως είχαμε φοβηθεί, όλους τους πρόσφυγες των χωριών, που ήταν εκτεθειμένοι γιατί, παρά τις διαταγές τους, είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους για νά ’ρθουν στο Καρπενήσι. Βέβαια εξετέλεσαν μερικούς, εφυλάκισαν άλλους, κατέσχεσαν τα τρόφιμα και πήραν μαζί τους αρκετούς νέους και μαθητές του Γυμνασίου, αλλά είχαν κρατήσει σε σχετική πειθαρχία τους άνδρες τους και δεν έγιναν πολλές λεηλασίες, ούτε βιασμοί...».

Οι αντάρτες προέβησαν σε κατασχέσεις κρατικών περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων των τραπεζών και των δημοσίων υπηρεσιών, τροφίμων, εργαλείων, ειδών ιματισμού και υπόδυσης, κλινοσκεπασμάτων, πολεμικών υλικών κλπ.) και σε ελάχιστες περιπτώσεις σε κατασχέσεις περιουσιών που ανήκαν σε πρόσωπα τα οποία βαρύνονταν με εγκλήματα κατά αμάχων. Κατά τη διάρκεια της μάχης για το Καρπενήσι οι αντάρτες πυρπόλησαν και ανατίναξαν το νεόδμητο διοικητήριο, στο οποίο στεγάζονταν όλες σχεδόν οι υπηρεσίες του Δημοσίου, μια αποθήκη κρατικών εφοδίων, το κτίριο του υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας και την κατοικία του δημάρχου. Αφησαν άθικτα το Υγειονομικό Κέντρο Ευρυτανίας και το εξαρτώμενό του Ιατρείο Ανταρτοπλήκτων, το γυμνάσιο και το δημοτικό σχολείο.

Οι αντάρτες εκτέλεσαν πολλούς (ο αριθμός τους δεν είναι εξακριβωμένος), ορισμένους μάλιστα με φρικτό τρόπο, κυρίως για εκδίκηση: προέδρους κοινοτήτων, μαυροσκούφηδες, φανατικούς εθνικόφρονες, δεδηλωμένους αντικομμουνιστές. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο διορισμένος δήμαρχος της πόλης Κ. Σακκαλής, ο οποίος συχνά εισηγείτο στην Επιτροπή Ασφαλείας την εκτόπιση δημοτών του ως επικίνδυνων. Επίσης οι αντάρτες προέβησαν σε ευρείας κλίμακα αναγκαστική επιστράτευση (περίπου 400-700 νέων). Η ένταξη νέων ανθρώπων στις ανταρτικές γραμμές αποτελεί τη μελανότερη σελίδα του ΔΣΕ. Ήταν μια πρακτική που επιβλήθηκε από τις περιστάσεις και δεν είχε κανένα όφελος, αφού οι επιστρατευμένοι ήταν άπειροι στα πολεμικά, απρόθυμοι να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις των ανταρτών, ακόμα και εχθρικοί στον αγώνα τους. Η επιστράτευση, ιδίως κοριτσιών, προκαλούσε οικογενειακά δράματα και μεγάλη απέχθεια προς τον ΔΣΕ. Ο διευθυντής της Νομαρχίας, Παναγιώτης Γρηγορόπουλος, σε έκθεσή του προς το Υπουργείο Εσωτερικών, αναφερόμενος σε αυτό το θέμα, γράφει χαρακτηριστικά: «Μέχρι και της ημέρας της εκ Καρπενησίου αποχωρήσεώς των εξηκολούθησεν η στρατολογία νέων και νεανίδων, οίτινες προ του κινδύνου ανευρέσεών των και απαγωγής των εχρησιμοποίησαν προκειμένου ν’ αποφύγουν ταύτην και τας πλέον απιθάνους κρύπτας. Διά του τρόπου τούτου αρκετοί ηδυνήθησαν να σωθώσιν. Κατά τας τελευταίας ημέρας διά την στρατολογίαν εχρησιμοποιήθη κατάλογος συνταγείς υπό των αρχισυμμοριτών Λώλου και Καπλάνη, αμφοτέρων καταγομένων εκ Καρπενησίου. Ούτω προ της ωμής βίας και των απειλών των όπλων ηναγκάζετο ο πατήρ ή η μήτηρ ή η σύζυγος του κρυπτομένου να παραδώση το προσφιλές του πρόσωπον εις τους δημίους ή εάν ηρνείτο να πράξη τούτο ωδηγείτο οικογενειακώς εις ειδικόν τόπον ένθα εβασανίζετο. Τότε προκειμένου ο κρυπτόμενος να σώση την οικογένειάν του ηναγκάζετο να παραδοθή. Εκάστην αναχώρησιν εκ Καρπενησίου στρατολογουμένου συνώδευον θρήνοι και κοπετοί των συγγενών των απαγομένων εις τους οποίους οι συμμορίται απήντων διά των υποκοπάνων των όπλων κατά της γραίας μητρός ή συζύγου ή γέροντος πατρός του απαγομένου. Είναι αδύνατον να περιγραφή το δράμα των οικογενειών του Καρπενησίου, όταν απεσπώντο από τας αγκάλας των γονέων των παιδία και κοράσια....».

Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ

Η κατάληψη του Καρπενησίου από τους αντάρτες τάραξε τις στρατιωτικές αρχές στην Αθήνα και ανάγκασε την κυβέρνηση να αναθέσει τη διοίκηση του ΓΕΣ στον Παπάγο. Τις επιχειρήσεις ανακατάληψης της πόλης ανέλαβε το Α' Σώμα Στρατού υπό τον Τσακαλώτο, ο οποίος προηγουμένως είχε εξουδετερώσει τις εστίες αντίστασης του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο. Η επίθεση άρχισε στις 29-30 Ιανουαρίου με τις τρεις ταξιαρχίες της ΧV Μεραρχίας (45, 71, 73) από τη Μακρακώμη και δύο μοίρες ορεινών καταδρομών, το 581 Τάγμα Πεζικού, το 39 Ελαφρύ Σύνταγμα Πεζικού της ΧΙΙΙ Μεραρχίας και μονάδες του πυροβολικού από το Αγρίνιο. Ο κυβερνητικός στρατός εφάρμοζε για πρώτη φορά μια νέα τακτική που συνοψίζεται στη φράση «νυχθημερόν καταδίωξη: ουδέν τμήμα εθεωρείτο πλέον ως έχον έδραν στατικήν, έδει πάντες να ώσι εις θέσιν να καταδιώκουν τον εχθρό όπου κι αν ενεφανίζετο».

Οι αντάρτες περίμεναν καρτερικά το μοιραίο, αφού γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να κρατήσουν το Καρπενήσι. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να καθυστερήσουν την προέλαση του αντιπάλου, ώστε να μεταφέρουν τα εφόδια, τις υπηρεσίες και τους επιστρατευμένους έξω από την πόλη. Με το άφθονο χιόνι και την πυκνή ομίχλη να καλύπτει όλες τις διαβάσεις και τη χιονοθύελλα να μαίνεται η ΙΙ Μεραρχία του Διαμαντή ανέλαβε να υπερασπίσει τη Ράχη Τυμφρηστού και η Ι Μεραρχία του Γιώτη κάλυψε θέσεις νοτιοδυτικά του Καρπενησίου, για να αντιμετωπίσει τις εχθρικές δυνάμεις από το Αγρίνιο.

Ο εθνικός Στρατός επιτέθηκε με την 45η Ταξιαρχία στα αριστερά υψώματα του άξονα Αγ. Γεώργιος - χωριό Τυμφρηστός - Ράχη Τυμφρηστού. Η 71η Ταξιαρχία στράφηκε στα δεξιά υψώματα προς
το χωριό Μερκάδα και η 73η, που ήταν εφεδρεία, κινήθηκε προς το Παλαιόκαστρο. Οι δυνάμεις από το Αγρίνιο κατέλαβαν την περιοχή Χούνη - Λογγίστα - Βίνιανη. Η αντίσταση των ανταρτών και στα δύο μέτωπα ήταν λυσσώδης αλλά μάταιη. Ορισμένοι συγγραφείς μιλούν για «μικρά Βερντέν». Ο εθνικός Στρατός τελικά τους απώθησε και στις 7 Φεβρουαρίου κατέλαβε τη Ράχη Τυμφρηστού.

Στο Καρπενήσι ο Γιώτης ήταν σε μεγάλη ανησυχία.
Επικοινώνησε με τον Κώστα Κολιγιάννη, που είχε αντικαταστήσει τον τραυματία Καραγιώργη στην αρχηγία του ΚΓΑΝΕ, ο οποίος του συνέστησε να εκκενώσει την πόλη όσο ήταν ακόμα καιρός. Το βράδυ της 8ης Φεβρουαρίου ο εθνικός Στρατός ανακατέλαβε το Καρπενήσι. Λίγες ώρες πριν η 192 Ταξιαρχία της Ι Μεραρχίας του Γιώτη είχε κατευθυνθεί με τα εφόδια και τους στρατολογηθέντες βόρεια, προς την περιοχή των Αγράφων. Τα υπόλοιπα ανταρτικά τμήματα (τρεις ταξιαρχίες, οι 172, 144 και 138, η διλοχία Γκούρα και η Σχολή Αξιωματικών) πορεύθηκαν προς Νότο με κατεύθυνση τον Προυσό, με σκοπό να διαφύγουν από τον εχθρό, να προβούν σε νέες στρατολογήσεις που θα συμπλήρωναν τις απώλειες και να διεισδύσουν στην περιοχή Αγρινίου.

Η καταδίωξη των ανταρτών από ισχυρές και πάνοπλες μονάδες του εθνικού Στρατού ήταν αμείλικτη και τους «έβγαλε» από τα σχέδιά τους και την πορεία τους. Αναγκάστηκαν να κάνουν έναν "ελιγμό", μακροχρόνιο και δύσκολο, μέσα από άφθονα χιόνια, απότομες βουνοκορφές και ορμητικά ποτάμια. Η πορεία που ακολούθησαν ήταν η εξής: Δομνίστα (21/2), είσοδος στην ορεινή Φωκίδα, δυτικά του Μόρνου (22/2), προς την Αρτοτίνα, ιστορικό κεφαλοχώρι στους πρόποδες των Βαρδουσίων σε υψόμετρο 1.250 μέτρων (25/2), βορειανατολικά προς αυχένα Γουλινά, πέρασμα Γαρδικιώτη, πέρασμα του Σπερχειού μεταξύ Βίτολης και Μακρακώμης (28/2), Τσούκα (1/3), Ρεντίνα, Φουρνά, χωριά Κλειτσού (αρχές Μαρτίου), Δάφνη - Χρύσω δυτικά του Μέγδοβα, χωριά του Βάλτου, διείσδυση προς την Αρτα και σκληρές μάχες με κυβερνητικές δυνάμεις (21/3 - 24/3), πέρασμα Αχελώου (30/3). Μετά το πέρασμα του ποταμού η Μεραρχία του Γιώτη τράβηξε προς τη Θεσσαλία, ενώ η Μεραρχία του Διαμαντή στράφηκε πάλι προς τη Ρούμελη. Μέσα από απερίγραπτες ταλαιπωρίες, με τον αντίπαλο σε μικρή απόσταση και με λιγοστά πυρομαχικά και τρόφιμα, οι 600-700 απελπισμένοι άνδρες του Διαμαντή πέρασαν την Ευρυτανία, κτύπησαν το Λιδωρίκι (18/4), περιπλανήθηκαν στο τρίγωνο Οίτη - Γκιώνα - Βαρδούσια και έφθασαν στον Μόρνο (24/4). Τον Μάιο επέστρεψαν στο ορεινό τρίγωνο όπου γράφηκε ο επίλογος της ανταρτικής περιπέτειας στη Ρούμελη. Στις 21 Ιουνίου κοντά στο χωριό Μάρμαρα, σε ύψωμα 1.103 μέτρων, ο Διαμαντής σκοτώθηκε. Το πεδίο ήταν πια ελεύθερο για την τελική επίθεση των εθνικών δυνάμεων εναντίον των ανταρτών στη βορειοδυτική γωνιά της Ελλάδας.
Πηγη Φώτης Γεωργίου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου